- γνωμοδοτικός
- -ή, -ό1. ο σχετικός με τη γνωμοδότηση2. αρμόδιος μόνο για γνωμοδότηση και όχι για λήψη αποφάσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. < γνωμοδότης Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Σπυρ. Αντωνιάδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γνωμοδοτικός — ή, ό αυτός που είναι αρμόδιος να γνωμοδοτεί: Έχει γνωμοδοτικές αρμοδιότητες στην εταιρεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)